- ριπαίος
- (I)-αία, -ο, Ν(για άνεμο) αιφνίδιος και σφοδρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ριπή + κατάλ. -αίος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].————————(II)-αία, -ον, Α [Ῥῑπαι]1. αυτός που ανήκει στις Ρίπες2. φρ. «Ριπαῑα ὄρη» — φανταστική οροσειρά στην οποία οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν τη χώρα τών Υπερβορείων και θεωρούσαν ως κατοικία τής Νυκτός.
Dictionary of Greek. 2013.